Θέλω να παρακαλέσω προσωπικά τον κάθε αναγνώστη που διαβάζει (κατά σύμπτωση ή με θελημένη επιλογή) το άρθρο αυτό: Να βρει οπωσδήποτε και (έστω) να ξεφυλίσει τα “αναγνωστικά”, όπως λέγονταν κάποτε (τα βιβλία με τον τίτλο “Η γλώσσα μου”) που διδάσκονται σήμερα τα ελληνόπουλα στην πρώτη, δευτέρα και τρίτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου.
Αν οι λέξεις Έλληνας και πολίτης δημιουργούν ακόμα στον αναγνώστη μου κάποια αίσθηση ευθύνης, ας ξοδέψει από το υστέρημά του τα χρήματα που απαιτούνται για την αγορά τους. Το γλωσσικό εγχειρίδιο του μαθητή στα πρώτα σχολικά του χρόνια δεν είναι ένα από τα πολλά διδακτικά βιβλία που θα του μεταγγίσει κάποιες επιμέρους γνώσεις. Είναι το βασικό εργαλείο για την πρόσβασή του στην οργανωμένη γλώσσα, επομένως και στην οργάνωση της σκέψης και της έκφρασης. Επιπλέον, με τη γλώσσα εντασσόμαστε σε κοινωνία σχέσεων που υπάρχει πριν από μας. Γι’ αυτό και το βιβλίο που μας εισάγει στη γλώσσα, μας εισάγει και στην κοινωνία.....
Τα αναγνωστικά του Δημοτικού απαντούν έμμεσα αλλά έμπρακτα στο ερώτημα: ποιόν τύπο ανθρώπου θέλει μια κοινωνία να πλάσει στους κόλπους της, πόσο την ενδιαφέρει η λειτουργική συνοχή της. Κατά τούτο τα γλωσσικά εγχειρίδια του μαχητή είναι πολιτειακά κείμενα πρωτίστης σημασίας. Αφορούν τον κάθε πολίτη πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε νομικό πλαίσιο του κοινωνικού βίου η πολιτικό πρόγραμμα διαχείρησης των κοινών. Και οφείλουν να εκφράζουν την ευρύτερη δυνατή κοινωνική συναίνεση-όχι ιδεολογικές μονομέρειες εφήμερων κομματικών πλειοψηφιών. Είναι αδιανόητο να υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή, να ενσταλάζουν στις παιδικές ψυχές παραταξιακές προκαταλήψεις, κοινωνικές αντιλήψεις και σύμβολα με περιορισμένη η αμφισβητούμενη συλλογική αποδοχή. Για παράδειγμα: Ποιός βεβαίωσε τούς συγγραφείς των αναγνωστικών που διδάσκονται (15 χρόνια τώρα) τα παιδιά μας στην πρώτη, δευτέρα και τρίτη τάξη του Δημοτικού, ότι η ελληνική κοινωνία συναινεί στον απροκάληπτο αφελληνισμό της νεολαίας της; Και τα 10 συνολικά τεύχη των γλωσσικών εγχειριδίων χειραγωγούν το Ελληνόπουλο σε μια κοινωνία ουδέτερη, χωρίς ταυτότητα, χωρίς παραδόσεις, χωρίς ιστορία, χωρίς συλλογικά βιώματα και μνήμες, χωρίς μεταφυσική ελπίδα, χωρίς γιορτές. Επιμένουν σε έναν άχρωμο κοινωνικό φαινομεναλισμό, μεθοδικά απογυμνωμένο από κάθε χαρά η αίσθηση ανθρώπινης κοινότητας με συνέχεια και διάρκεια. Οι θεματικές ενότητες είναι δημοσιογραφικά “ενσταντανέ” περιγραφικής συμπτωματολογίας της πιο πεζής καθημερινότητας. Τη λέξη πατρίδα τη συναντάει για πρώτη φορά το ελληνόπουλο στο αναγνωστικό της Δευτέρας δημοτικού και μόνο δύο η τρεις φορές στη διάρκεια των τριών πρώτων χρόνων του σχολείου. Μαθαίνει σε κάθε τάξη (από την πρώτη κιόλας) το καραγκιόζη, το Χατζηαβάτη, το Κολλητήρι, το Νιόνιο. Δε βρίσκει το ελληνόπουλο σε κανένα από τα αναγνωστικά του τον Κολοκοτρώνη, τον Κανάρη, τον Νικηταρά, το Μακρυγιάννη η οποιονδήποτε άλλον αγωνιστή του 21. Η εθνεγερσία έχει προκλητικά περιθωριοποιηθεί, υπάρχουν τρεις η τέσσερις έμμεσες και ξεκάρφωτες αναφορές στο σύνολο των 10 τευχών. Να μη συνεπαρθεί το παιδί από αρχέτυπα ηρώων αυτοθυσίας, φιλοπατρίας (για να διδαχθεί αργότερα από άλλα εγχειρίδια ότι μόνο οι οικονομικές δυνάμεις κινούν την ιστορία). Οι αναφορές στην 28η Οκτωβρίου, επίσης, ελάχιστες και αποσπασμένες από την ιστορική αξιολόγηση, γυμνωμένες από κάθε πατριωτική συγκίνηση. Αντίθετα, προπαγανδίζεται με έμφαση το όχι στους εξοπλισμούς, η με κάθε τίμημα εξασφάλιση του κομφόρ της “Ειρήνης”. Το παιδί αποκόβεται μεθοδικά από κάθε βιωματική ρίζα ελληνικής ιδιαιτερότητας, πολιτιστικής καύχησης, πίστης, λαϊκής ευσέβειας. Η λέξη “προσευχή” έχει απαλειφθεί ολοκληρωτικά. Υπάρχει μόνο ένα λαϊκό στιχούργημα επίκλησης στο Θεό για βροχή που τιτλοφορείται “Παρακάλεση”. Στα τρία χρόνια εμφανίζεται δύο φορές η λέξη Παναγιά-Παναγίτσα και άλλες δύο η λέξη Χριστός, τη μία σε κείμενο του Ανατόλ Φρανς (!) και την άλλη σε αφελές και πάλι στιχούργημα. Το Πάσχα και τα Χριστούγεννα μνημονεύονται με φολκρορική αποκλειστικά σημασιοδότηση και επεξηγήσεις του τύπου “τότε τρώμε αρνί σουβλιστό και κοκορέτσι”, η “μαμά τα Χριστούγεννα θέλω να μου φτιάξεις χριστόψωμο”. Ακόμα και ο “Αϊ-Λιάς” παρουσιάστηκε στα παιδιά σαν γέρος θαλασσινός που βαρέθηκε τη θάλασσα και έστησε την καλύβα του σε μια κορφή: “Από τότε οι κορφούλες των βουνών γέμισαν με εκκλησάκια του Αϊ-Λια.”! Αλλά και οι αρχετυπικές εικόνες της οικογένειας, της μάνας, του πατέρα, της γιαγιάς, του παππού, λειτουργούν στα αναγνωστικά του ελληνόπουλου σαν κοινωνιολογικά κυρίως δεδομένα και ελάχιστα η καθόλου ως άξονες πρωταρχικών σχέσεων κοινωνίας της ζωής. Απ’ την πρώτη κιόλας δημοτικού το παιδί μυείται ανέλπιδα και καταθλιπτικά στο ενδεχόμενο να διαλυθεί και το δικό του σπίτι με διαζύγιο των γονιών του. Η γλωσσική ποιότητα των βιβλίων η “λεκτική χάρη”, η εικονοπλαστική ευρηματικότητα είναι σε επίπεδο τόσο υποβαθμισμένο που προκαλεί άλλοτε θλίψη και άλλοτε οργή. Αφέλειες τεχνητής και επιτηδευμένης “παιδικότητας”, εκφραστικοί λαϊκισμοί, άκοσμα και ανούσια συνθέματα ατάλαντων στην παιδαγωγική τέχνη συγγραφέων. Την πρώτη επαφή του ελληνόπουλου με την ποιητική παράδοση της πατρίδος του μονοπωλούν παιδαριώδη στιχουργήματα παντελώς άγνωστων στιχοπλόκων αλλά παρεμβάλλεται (στάχτη στα μάτια) δύο φορές στα τρία χρόνια και ο Ελύτης, μία ο Παλαμάς, τρις ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, μια ο Δροσίνης. Απουσιάζει παντελώς ο Σολωμός (μάλλον επειδή έχει το κουσούρι να θεωρείται “εθνικός” ποιητής). Μια επιφυλλίδα μόνον νύξεις μπορεί να δώσει. Θα επαναλάβω την έκκληση σε κάθε πολίτη Έλληνα να διαβάσει η έστω να φυλλομετρήσει τα βιβλία “η γλώσσα μου” της Α’, Β’ και Γ’ τάξης του Δημοτικού. Πέρυσι κυκλοφόρησαν σε 16η έκδοση και σε 1.495.000 χιλιάδες αντίτυπα. Φτάνουν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και της αποδημίας, μπαίνουν στη ζωή της ελληνικής οικογένειας, μπολιάζουν συνειδήσεις, πλάθουν τον αυριανό έλληνα. Να τα διαβάσει ο πολίτης και να κρίνει μήπως (ειλικρινά) υπερβάλλω στις αποτιμήσεις μου. Ίσως και ν’ απορρήσει μαζί μου: “Τόσες εκατοντάδες χιλιάδων γονέων, τόσες χιλιάδες εκπαιδευτικών, τόσοι εξειδικευμένοι στα εκπαιδευτικά δημοσιογράφοι, τόσοι πατριώτες βουλευτές, τόσοι δημοσιογραφούντες επίσκοποι, και δεν εξεγείρεται κανένας για το απροκάληπτο έγκλημα που συντελείται στα ελληνικά σχολεία δύο δεκαετίες τώρα”. Είναι μεγαλύτερος κίνδυνος η Τουρκική απειλή, η πλαστογράφηση της ελληνικής ιστορίας από τούς Σκοπιανούς από το μεθοδικό αφελληνισμό της νεολαίας που απεργάζεται ανενόχλητη μια χούφτα φανατικών στο Υπουργείο Παιδείας.
Αν σβήσει σε μια κοινωνία η ετοιμότητα της οργής, σβήνει και κάθε ελπίδα.
του Χρήστου Γιανναρά
olympia
Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου