Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Περί Ελληνο-ισραηλινής προσέγγισης

Όπως ήταν αναπόφευκτο, η επίσκεψη Νετανιάχου στην Αθήνα και η συνακόλουθη ελληνο-ισραηλινή προσέγγιση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και μία ελάχιστα ψύχραιμη πόλωση θέσεων σχετικά με τη σκοπιμότητα της, ακόμη και σχετικά με το θεμιτό της.


Αν παρακάμψει κανείς τα συναισθηματικής υφής επιχειρήματα, τα οποία δεν έχουν θέση σε μία συζήτηση περί πολιτικής ασφαλείας, καθώς και τα ιστορικά επιχειρήματα – τα οποία μπορούν, άλλωστε, να δικαιώσουν ή να αποκλείσουν τους πάντες ώς συμμάχους – κι επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην πολιτική ουσία της υπόθεσης, τότε προκύπτουν τα εξής σημεία ουσίας...

1) Αν το Ισραήλ είχε ευχέρεια επιλογής, θα προτιμούσε αναφανδόν τη συμμαχική σχέση με την Τουρκία. Οι λόγοι είναι οι εξής:

I. Η Τουρκία είναι πολύ πιο στρατηγικά τοποθετημένη γεωγραφικά στην περιοχή ενδιαφέροντος των Ισραηλινών απ΄ ότι η Ελλάς. Η Τουρκία συνορεύει με την Περσία και τη Συρία, που είναι κεντρικής σημασίας για το Ισραήλ, ενώ συνορεύει και με το Ιρακινό Κουρδιστάν και κατέχει το τουρκικό Κουρδιστάν, περιοχές (και πολιτικές οντότητες) που πρωταγωνιστούν στις κρίσιμες για την ασφάλεια του Ισραήλ εξελίξεις (τουλάχιστον όπως αυτό την αντιλαμβάνεται) στο άμεσο και απώτερο μέλλον. Σε αντίθεση με αυτήν, η Ελλάς είναι στην περιφέρεια της περιοχής των εξελίξεων, και μόνον η Κύπρος – και δευτερευόντως η Κρήτη – έχουν κάποια σημασία για το Ισραήλ, δευτερεύουσα υπό τις παρούσες συνθήκες.

II. Η Τουρκία έχει μεγαλύτερη ισχύ, καθώς και διάθεση και δυνατότητα να την χρησιμοποιήσει ενεργά στην περιοχή, γεγονός που την καθιστά σημαντικό παίκτη. Σε αντίθεση με αυτήν, η Ελλάς έχει περιορισμένη ισχύ, και η διάθεσή της για εμπλοκή περιορίζεται στην παροχή “καλών υπηρεσιών” - που κανείς δεν έχει ανάγκη.
Αν, λοιπόν, το Ισραήλ είχε την ευχέρεια, θα επιθυμούσε την Τουρκία ως σύμμαχο, αδιαφορώντας παντελώς για την Ελλάδα. Δυστυχώς για αυτό, η κρατούσα τουρκική πολιτική ηγεσία, σε αντίθεση με την προηγούμενη κεμαλική, επέλεξε τη συμμαχία με στρατηγικούς εχθρούς του Ισραήλ, καθώς και τροχιά σύγκρουσης μαζί του. Η σύγκρουση, που εκτός της πολιτικής έλαβε κι έντονες επικοινωνιακές διαστάσεις, οδήγησε το Ισραήλ σε εκνευρισμό, κι εν συνεχεία σε στροφή προς την ελληνική πλευρά.

Είναι μεγάλης σημασίας να καταλάβουμε ότι η στροφή του Ισραήλ προς την Ελλάδα δεν υποκαθιστά και δεν αναπληρώνει την τρωθείσα σχέση με την Τουρκία. Στο βαθμό που δεν αποτελεί απλό προϊόν εκνευρισμού της ισραηλινής ηγεσίας από πρόσφατες προκλητικές κι εξόχως συμβολικές ενέργειες των τούρκων (στις οποίες, δυστυχώς, συμμετείχαν ενθουσιωδώς και δικοί μας ανόητοι “ειρηνιστές”), αλλά αποτελεί πολιτική επιλογή, αυτή αποσκοπεί στο να εξουδετερώσει, ή έστω να αμβλύνει τη νέα απειλή για τα ισραηλινά συμφέροντα. Με άλλα λόγια, το Ισραήλ δεν περιμένει να αντικαταστήσει την τουρκική συμμαχία με την ελληνική (γιατί αυτή δεν του προσφέρει κανένα από τα πλεονεκτήματα της τουρκικής), αλλά να εξουδετερώσει την νέα απειλή (στην οποία εξελίχθηκε η τουρκική πολιτική) με την εμπλοκή ενός νέου εξωτερικού παράγοντα (της Ελλάδος). Ενώ η Τουρκία βοηθούσε το Ισραήλ στην επίτευξη των στόχων του στην περιοχή που το ενδιέφερε, η Ελλάς απλώς το βοηθά στο να περισπά την Τουρκία από την περιοχή που το ενδιαφέρει.

Αυτό δεν είναι, κατ΄ ανάγκην, κακό για εμάς, εξαρτάται όμως από μία κρίσιμη παράμετρο. Η στροφή της πολιτικής της Τουρκίας εξαρτάται άμεσα από την επικράτηση της νέας πολιτικής ηγετικής τάξης που εκπροσωπεί ο Ερντογάν. Συνεπώς, η διάρκεια και η σταθερότητα αυτής της πολιτικής ασφαλείας και προσανατολισμών εξαρτάται αντίστοιχα από το πόσο οριστικοί είναι οι νέοι πολιτικοί συσχετισμοί εντός της Τουρκίας, δηλαδή από την οριστική έκβαση της μάχης εξουσίας που δίνεται αυτή τη στιγμή στην Άγκυρα. Ο Ερντογάν δεν είναι Μεντερές, έχει ένα ισχυρό πολιτικό σχηματισμό πίσω του, εκφράζει βαθύτερες ανακατατάξεις της τουρκικής κοινωνίας, έχει αποκτήσει σημαντικότατα ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό, αλλά απέχει πολύ από το να μπορεί να θεωρηθεί ο νέος πολιτικός επικυρίαρχος της Τουρκίας – αυτός ή το κόμμα του. Οι κεμαλικές δυνάμεις είναι ακόμη ισχυρότατες, έχουν ισχυρή έξωθεν υποστήριξη κι απ΄ ότι φαίνεται η οριστική σύγκρουση είναι μπροστά μας.

Από το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης θα κριθεί η τελική στάση του Ισραήλ, και η πραγματική του προθυμία για σοβαρή στρατηγική σχέση με την Αθήνα, σχέση που να έχει κάποια σημασία για την Ελλάδα. Στο παρόν στάδιο, το Ισραήλ απλώς στέλνει ένα μήνυμα προς την Άγκυρα, ότι αν συνεχίσει την πολιτική που το ενοχλεί, έχει κι αυτό τρόπο να την ενοχλήσει. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν, στην παρούσα φάση το Ισραήλ έχει πρόθεση και διάθεση για κάτι ποιο ουσιώδες. Η “προσέγγιση” που σημειώθηκε κατά τις τελευταίες ημέρες είναι αμιγώς συμβολικού χαρακτήρα, χωρίς κανένα πρακτικό υπόβαθρό. Οι δε συμφωνίες που κλείστηκαν κατά τη φάση αυτή (πχ στον αμυντικό τομέα) είναι άνευ ουσίας, πέραν του ότι θα αφήσουν κάποια χρήματα στους Ισραηλινούς, χωρίς εμείς να αποκομίσουμε κάτι που δεν είχαμε πριν. (Το να συνεκπαιδευτούν οι Έλληνες αλεξιπτωτιστές με τους ισραηλινούς είναι μεν θεμιτό, αλλά δεν αποκομίζουμε κάποια κρίσιμα όφελη. Αντίστοιχο των συλλογών SPICE μπορούμε να βρούμε κι αλλού – στις ίδιες ή και σε καλύτερες τιμές, και δεν αποτελούν το περιεχόμενο “στρατηγικής σχέσης” κτλ κτλ)

Η προθυμία του Ισραήλ για πιο ουσιώδεις σχέσεις (με έμπρακτο περιεχόμενο) θα γίνει ουσιώδης στο μέτρο που θα συγκλίνουν τρεις παράγοντες:

  1. Η Τουρκία προχωρά σε ουσιώδεις ενέργειες που αντίκεινται στα συμφέροντα του Ισραήλ
  2. Ο εσωτερικός αγώνας στην Τουρκία τείνει όλο και πιο αποφασιστικά υπέρ του Ερντογάν και των Ισλαμιστών – χωρίς από αυτούς να απαιτηθεί αλλαγή εξωτερικής πολιτικής ως αντάλλαγμα και
  3. η Ελλάδα θα αρχίσει να δίνει δείγματα σοβαρότητας, τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κρατικού μηχανισμού.
Ας μη γελιόμαστε. Πέραν όλων των άλλων, βασικό μειονέκτημα της Ελλάδος στο στρατηγικό παίγνιο της περιοχής ΔΕΝ είναι η – οξεία, έστω – οικονομική της δυσκολία, αλλά η έλλειψη σοβαρότητας και αξιοπιστίας, όπως αυτή έχει κυρίως εδραιωθεί από τη διακυβέρνηση Σημίτη (όχι πως πριν ή μετά είμαστε υποδειγματική χώρα από αυτή την άποψη). Η δε βαρύτητά μας, όπως αυτή προκύπτει από τη σοβαρότητα και την ποιότητα του κρατικού μας μηχανισμού, είναι μάλλον... αρνητική. Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν το Ισραήλ θα ήθελε ειλικρινώς να στραφεί σε εμάς, για να αντισταθμίσει την πίεση της Τουρκίας, εμείς έχουμε μια δυσκολία, η οποία μάλιστα δεν είναι συγκυριακή αλλά ιστορική, να επωφεληθούμε από την ευκαιρία αυτή.

Ο κίνδυνος που ελλοχεύει για εμάς στην προσέγγιση αυτή, είναι να είναι προσωρινή. Αν το Ισραήλ πιέζει απλώς την Τουρκία, κι επανέλθει σε συμμαχική σχέση μαζί της με την πρώτη πολιτική αλλαγή, το αποτέλεσμα για εμάς θα είναι ότι θα έχουμε εκτεθεί έναντι των Αράβων σε συμβολικό επίπεδο, χωρίς να έχουμε αποκομίσει τίποτα το ουσιώδες. Είναι γεγονός ότι δεν πρέπει να υπερτιμάται η πραγματική και πρακτική αξία της σχέσης μας με τους “Άραβες, είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει, άλλωστε, καμία συμπαγής “αραβική” πολιτική οντότητα αλλά πολυδιασπασμένες οντότητες με διαφόρων ειδών σχέσεις με το Ισραήλ (και τις ΗΠΑ). Παρ' όλα αυτά, επειδή υπάρχει, έστω και υπό την πίεση της αραβικής κοινής γνώμης, μία σημαντική φόρτιση στο θέμα των σχέσεων με το Ισραήλ, είναι πιθανόν η προσέγγιση να αποτελέσει την αιτία ή την αφορμή συμβολικών για αυτούς αλλά επιζήμιων για εμάς διπλωματικών ενεργειών (πχ, αναγνώριση ΤΔΒΚ). Αυτό σημαίνει ότι η προσέγγιση με το Ισραήλ εμπεριέχει για εμάς κάποιο ρίσκο. Το ρίσκο αυτό δεν είναι απαγορευτικό, αλλά είναι υπαρκτό, και πρέπει να ισοσκελίζεται από την προσέγγιση με το Ισραήλ.

Με άλλα λόγια: ενώ από την Ισραηλινή πλευρά η προσέγγιση με την Ελλάδα σε συμβολικό, αρχικά επίπεδο είναι απολύτως ασφαλής, για εμάς είναι λιγότερο. Συνεπώς, η δική μας επιδίωξη στη σχέση μας με το Ισραήλ θα πρέπει να είναι η απόσπαση, εξ αρχής και ταχύτατα, έμπρακτων και ουσιωδών ανταλλαγμάτων. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να καταστεί, διπλωματικά αλλά κατηγορηματικά, σαφές στο Ισραήλ ότι δεν είμαστε εδώ για να κάνουμε το παιγνιδάκι τους όσο θέλουν, και μετά να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Αλλά επειδή εμείς το ρίσκο το επωμιζόμαστε εξ αρχής, θα πρέπει να συνεισφέρουν κι αυτοί εξ αρχής στην αμοιβαία σχέση. Οι συμφωνίες που κλείστηκαν σε πρώτη φάση δεν ανταποκρίνονται σε αυτό το στόχο. Και δεν αναφερόμαστε κατ' ανάγκην σε εντυπωσιακές ή προκλητικές ενέργειες, αλλά σε θέματα ουσίας. Ενδεικτικά και μόνον: Η Ελλάς έχει σε εκκρεμότητα το θέμα της ΑΟΖ στη ΝΑ Μεσόγειο. Μπορεί να καλέσει το Ισραήλ να πάρει θέση ανοιχτά και να οδηγηθούν σε συγκεκριμένες συμφωνίες. Η Ελλάδα έχει συμφέροντα στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, τα οποία δε σέβεται απολύτως η Ισραηλινή κυβέρνηση (για τους δικούς της λόγους). Στο στρατιωτικό τομέα, η συνεκπαίδευση των αλεξιπτωτιστών δεν προσφέρει τίποτα συγκλονιστικό, η συνεκπαίδευση, όμως, του ΕΤΑ με κάποιες Ισραηλινές sayeret, ή, πολύ περισσότερο, η φοίτηση στελεχών των Ελληνικών ΕΔ σε ισραηλινά σχολεία (κι Ισραηλινοί έχουν πολλά κορυφαία σχολεία, διαφορετικής αντίληψης από τα ΝΑΤΟικά) θα μπορούσε να δώσει ουσιώδη οφέλη στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Και ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι μακρύτατος.

Συμπερασματικά, και σε σχέση με την ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση. Δεν είναι κακή, αλλά χρειάζεται επιφυλακτικότητα. Απαιτείται προσοχή στις εξελίξεις στην Τουρκία (για να σταθμίζεται το μέλλον της κι η αξιοπιστία της), και πίεση εκ μέρους μας για απτά και ουσιώδη ανταλλάγματα, κι όχι για συμβολικές κινήσεις.

Κι αν βελτιώναμε και το κράτος μας λίγο, δε θα έβλαπτε...


enkripto

Δεν υπάρχουν σχόλια: