Πολλοί επενδυτές προβληματίζονται για το τι θα έπρεπε να τους ανησυχεί περισσότερο: το ενδεχόμενο μελλοντικού πληθωρισμού στην αμερικανική οικονομία ή, αντιστρόφως, το ενδεχόμενο μελλοντικού αποπληθωρισμού;
Τα καλά νέα είναι ότι τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια οι επενδυτές δεν πρέπει να ανησυχούν για τίποτα από τα δύο.
Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας και τα χαμηλά επίπεδα αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού συνεπάγονται ότι λείπουν οι ανοδικές πιέσεις στις αμοιβές και τις τιμές στην Αμερική. Και η πρόσφατη ενίσχυση του δολαρίου έναντι του ευρώ και της βρετανικής λίρας βοηθούν στη μείωση του κόστους των εισαγωγών.
Όσοι αποδίδουν την έμφαση στον κίνδυνο του πληθωρισμού τον συνδέουν με το μεγάλο δημόσιο έλλειμμα της κυβέρνησης Ομπάμα.....Σύμφωνα με την Υπηρεσία Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, εκτιμάται ότι το δημόσιο έλλειμμα των ΗΠΑ θα παραμείνει κατά μέσο όρο κοντά στο 5% του ΑΕΠ ετησίως ως το 2020, οδηγώντας το δημόσιο χρέος ως αναλογία του ΑΕΠ στο 90%, από κάτω του 60% που ήταν το 2009.
Αυτά τα μεγάλα δημόσια ελλείμματα αποτελούν μεν ένα μείζον πρόβλημα για την αμερικανική οικονομία, εφ’ όσον δεν ληφθεί μελλοντικά δράση για τη μείωση τους, αλλά δεν ασκούν κατ’ ανάγκη πληθωριστικές πιέσεις
Τα βιώσιμα δημόσια ελλείμματα περιορίζουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, πιέζουν ανοδικά τα μακροπρόθεσμα πραγματικά επιτόκια και αυξάνουν το βάρος των μελλοντικών φορολογουμένων, αλλά δεν οδηγούν σε πληθωρισμό, παρά μόνο στην περίπτωση που οδηγούν σε υπερβολική ζήτηση για προϊόντα και εργασία. Την τελευταία φορά που η Αμερική είχε μεγάλα ελλείμματα ήταν στις αρχές της δεκαετία του 1980, κι όμως τότε ο πληθωρισμός είχε μεγάλη κάμψη εξαιτίας της ακολουθούμενης σφιχτής νομισματικής πολιτικής. Η Ευρώπη και η Ιαπωνία έχουν σήμερα μεγάλα δημόσια ελλείμματα αλλά χαμηλό πληθωρισμό.
Οι απαισιόδοξοι περί τον πληθωρισμό πιστεύουν ότι η κυβέρνηση επιλέγει ενεργητικά μια πολιτική ταχείας ανόδου των τιμών προκειμένου να περιορίσει την πραγματική αξία του δημόσιου χρέους. Αλλά μια τέτοια στρατηγική μπορεί να αποδώσει μόνο σε χώρες που έχουν εκδώσει μακροπρόθεσμα ομόλογα με σταθερό επιτόκιο. Κι αυτό γιατί η άνοδος του πληθωρισμού προκαλεί ανάλογη άνοδο στα επιτόκια των νέων εκδόσεων κρατικών ομολόγων. Οι συνακόλουθοι υψηλότεροι καταβλητέοι τόκοι προστίθενται στο δημόσιο χρέος, αντισταθμίζοντας τη διάβρωση της πραγματικής αξίας των ήδη εκδοθέντων ομόλογων που προκαλεί ο υψηλός πληθωρισμός.
Στην παρούσα κατάσταση όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να περιορίσουν την πραγματική αξία του δημόσιου χρέους τους με ένα κύμα πληθωρισμού, επειδή ο μέσος χρόνος λήξης των ομολόγων τους είναι πολύ μικρός – μόνον περί τα 4 χρόνια. Και η πρόβλεψη για τα δημόσια ελλείμματα συνεπάγεται ότι η αξία των ομολόγων που πρόκειται να εκδοθούν μέσα στη επόμενη 10ετία θα φτάνει στα ύψη του συνολικού δημόσιου χρέους της σήμερον. Επομένως η άνοδος του πληθωρισμού δεν αποτελεί θεραπεία για το σημερινό χρέος ή για τα μελλοντικά ελλείμματα.
Εκείνοι πάλι που ανησυχούν για το ενδεχόμενο μελλοντικού αποπληθωρισμού σημειώνουν ότι ο αμερικανικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή δεν έχει καταγράψει καμία αύξηση τους τελευταίους 3 μήνες. Γιατί να μην συνεχίσει έτσι, αυτοτροφοδοτούμενος – όπως έγινε στην Ιαπωνία – αναρωτιούνται, καθώς οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να απέχουν από την κατανάλωση προεξοφλώντας χαμηλότερες τιμές στο μέλλον; Και μήπως ο επίμονος αποπληθωρισμός της Ιαπωνίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν μας έχει δείξει ότι ο αποπληθωρισμός, από τη στιγμή που ξεκινάει, δεν μπορεί να αντιστραφεί από μια πολιτική νομισματικής χαλάρωσης ή δημοσίων ελλειμμάτων;
Αλλά η σημερινή αδυναμία του αμερικανικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή διαφέρει πολύ από την κατάσταση που κυριαρχεί στην Ιαπωνία. Ο μηδενικός πληθωρισμός των ΗΠΑ κατά τους 3 τελευταίους μήνες αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός που συνδέεται με την πτώση των τιμών ενέργειας. Οι άλλοι βασικοί συντελεστές του Δείκτη έχουν καταγράψει αύξηση τους τελευταίους μήνες και ο ίδιος ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή έχει ενισχυθεί κατά 2% μέσα στο τελευταίο 12μηνο.
Συν τοις άλλοις, οι έρευνες για τις προσδοκίες των καταναλωτών δείχνουν πως τα αμερικανικά νοικοκυριά προσδοκούν αύξηση τιμών κατά 2% μέσα στον επόμενο χρόνο και στο πιο μακρινό μέλλον. Με τέτοιες προσδοκίες οι καταναλωτές δεν έχουν λόγο να αναβάλουν τις αγορές τους.
Ένας δεύτερος λόγος για τον σχετικά χαμηλό πληθωρισμό αυτής της εποχής είναι η προσωρινή πτώση του κόστους παραγωγής. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης, οι εταιρείες απόλυσαν εργαζόμενους, όμως η παραγωγή μειώθηκε με πιο αργούς ρυθμούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής ανά εργαζόμενο, εξέλιξη που σε συνδυασμό με την περιορισμένη αύξηση των μισθών, οδήγησε στη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Αυτή η διαδικασία όμως, με την αύξηση της απασχόλησης, φτάνει τώρα στο τέλος της.
Επομένως τα καλά νέα είναι πως η αμερικανική οικονομία και οι επενδυτές δεν θα έχουν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο ούτε ενός σημαντικού πληθωρισμού ούτε ενός σημαντικού αποπληθωρισμού μέσα στα επόμενα κάποια λίγα χρόνια. Αλλά ενώ ο πληθωρισμός θα παραμείνει χαμηλός για αρκετό διάστημα, αυτό που με προβληματίζει είναι γιατί οι τιμές των ομολόγων υποδεικνύουν πως οι επενδυτές περιμένουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει χαμηλός σε βάθος 10ετίας και πλέον, και δεν απαιτούν υψηλότερα επιτόκια ως αντιστάθμισμα για τα μεγάλα δημόσια ελλείμματα και για τους κινδύνους που αυτά ενέχουν για αύξηση των πραγματικών επιτοκίων στο μέλλον.
sofokleous10
Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου