«Μην ξεχνάτε την Κωνσταντινούπολη. Θέλω να υπενθυμίσω στους Έλληνες ότι η Κωνσταντινούπολη κάποτε είχε πολύ έντονη πολιτιστική παραγωγή. Να μην το ξεχνάνε αυτό, να την αγαπάνε, γιατί όσο ξέρεις την ιστορία σου, φτιάχνεις το μέλλον σου καλύτερα»
Φωτιά, φωτιά…. Μια σπίθα είναι αρκετή για να κάψει ένα παλιό ξύλινο σπίτι και να επεκταθεί και στα διπλανά, που είναι κι αυτά φτιαγμένα από ξύλο. Οι κάτοικοι της Πόλης, θέλοντας να προστατευτούν από τους σεισμούς, ....
που τούς ταρακουνούσαν για 45 ολόκληρες μέρες το 1509, άρχισαν να φτιάχνουν τα σπίτια τους από ξύλο. Μπορεί να σώθηκαν από τους σεισμούς, αλλά ήρθε η φωτιά να τούς “καταβροχθίσει”. Κι από τα βάθη των αιώνων ίσαμε τις μέρες μας οι σεισμοί και οι πυρκαγιές εξακολουθούν να είναι η κακή μοίρα της όμορφης Κωνσταντινούπολης.
Μια τέτοια φωτιά, που “ξεπήδησε” από τις χαλασμένες ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις ενός παλιού ξύλινου σπιτιού, ήταν αρκετή για να το κάψει, αλλά και να σηματοδοτήσει το τέλος των ευτυχισμένων παιδικών χρόνων του Άρι Τσοκώνα, που μαθητής τότε της 6ης Δημοτικού, γυρίζοντας από την ημερήσια εκδρομή του σχολείου του, αντίκρισε το πατρικό του σπίτι, στο Φανάρι, καταστραμμένο από την πυρκαγιά.
Με εκείνη την πυρκαγιά αρχίζει ο ομογενής εκπαιδευτικός Άρις Τσοκώνας την αφήγηση στο βιβλίο του, με τίτλο «Φανάρι», που κυκλοφόρησε στην Τουρκία από τις εκδόσεις “Heyamola”, στο πλαίσιο εκδοτικού προγράμματος, ενταγμένου στο πρόγραμμα του Οργανισμού “Κωνσταντινούπολη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2010″.
Ξεκινώντας από εκείνη την πυρκαγιά, ο Άρις Τσοκώνας κάνει μια αναδρομή στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης και ιδίως του Φαναριού, όπου ο ίδιος γεννήθηκε, σ’ ένα ξύλινο σπίτι, πλάι στο Βλαχ Σαράι (Παναγία Παραμυθία) και στο μετόχι του Αγίου Τάφου. Μιλά για τα ξύλινα σπίτια, για τις φωτιές που ταλάνισαν την Πόλη, για τους πρώτους πυροσβέστες, που στρατολογήθηκαν από το τάγμα των Γενιτσάρων, για το σύστημα ύδρευσης που κατασκεύασε ο αρχιτέκτονας Σινάν και που κόστισε όσο ο μισός ετήσιος προϋπολογισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για τις κρήνες που φτιάχτηκαν στους δρόμους για να παίρνει ο λαός νερό, καθώς απαγορευόταν να έχουν βρύσες στα σπίτια, αφού το αγαθό αυτό ήταν πανάκριβο.
Κι από ‘κει, οι αναμνήσεις τρέχουν στους παιδικούς του φίλους, στα σχολεία του Φαναριού, στο Μαράσλειο, το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο και τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, τη γνωστή ως Κόκκινο Σχολείο. Κι από ‘κει πάλι, στο μεταγενέστερο Ζωγράφειο Λύκειο, στο Πέρα, όπου ο ίδιος διδάσκει και όπου, σήμερα, ο αριθμός των μαθητών Γυμνασίου- Λυκείου μόλις που φτάνει τους 53, ενώ οι τάξεις λειτουργούν με 2, 3 ή 7 μαθητές. Στο Πατριαρχείο, στις εκκλησίες, στους παλιούς Φαναριώτες, στους δρόμους της γειτονιάς του, στα σχολεία που έκλεισαν ελλείψει μαθητών, στα σπίτια που άφησαν οι Ρωμιοί, στο Φανάρι των Ρωμιών που σήμερα είναι το Φανάρι των άλλων.
«Οι Ρωμιοί της Πόλης είχαν πολύ έντονη παρουσία στην οικονομική ζωή, αλλά και στα πολιτιστικά δρώμενα της πρωτεύουσας. Το Φανάρι ανέκαθεν ήταν περιοχή που συγκέντρωνε πολλούς Ρωμιούς. Ήδη, μετά την άλωση, εκεί είχε δημιουργηθεί η αφρόκρεμα της ρωμιοσύνης. Η παρακμή στο Φανάρι είχε αρχίσει τον περασμένο αιώνα, όταν όλοι οι πλούσιοι Φαναριώτες έφυγαν για να εγκατασταθούν στις πλούσιες συνοικίες του Βοσπόρου, τον Άγιο Στέφανο και σε άλλες περιοχές, αφήνοντας πίσω τους εκείνους, που δεν είχαν τη δυνατότητα να μετακομίσουν. Ειδικά στη δική μου την εποχή, είχαν μείνει πάρα πολύ λίγοι Ρωμιοί. Εγώ έζησα την εποχή που το ελληνικό στοιχείο ήταν ήδη σε παρακμή στο Φανάρι», αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αρις Τσοκώνας.
Μετά τα γεγονότα του 1955 και τις απελάσεις του 1963-’64 τίποτα πια δεν ήταν όπως πρώτα για τους Ρωμιούς της Πόλης. Για ένα παιδί, όμως, που βλέπει τον κόσμο με τα μάτια της οικογένειάς του, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. «Έζησα μια πολύ ευτυχισμένη παιδική ηλικία, αλλά δεν έβγαινα από το σπίτι. Ήμουν συνέχεια μέσα, δεν θυμάμαι να είχα βγει ποτέ στον κήπο να παίξω, αλλά μέσα στο σπίτι ήμουν πολύ ευτυχισμένος. Η προστασία των μεγάλων ήταν πάντα καταλυτική στη δεκαετία του ’60. Είχαν προηγηθεί τα δυσάρεστα γεγονότα της δεκαετίας του ’50, που τα έζησαν πολύ έντονα στο Φανάρι και στο Γαλατά. Εγώ δεν έχω ζήσει, προσωπικά, τη βία, ο φόβος, όμως, ότι μπορεί να δημιουργηθεί βία, ήταν διάχυτος στην ατμόσφαιρα. Γι αυτό κι εγώ ζούσα μέσα σε έναν πολύ στενό οικογενειακό κύκλο και ίσως γι αυτό πέρασα πιο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Είχα Τούρκους φίλους, αλλά έρχονταν στο σπίτι μας κι εγώ πήγαινα στα δικά τους, αλλά δεν έζησα σαν παιδί στους δρόμους, όπως έζησε η μητέρα μου και ο παππούς μου και ο προπάππος μου», αναφέρει ο Ρωμιός εκπαιδευτικός.
Σε όσους νομίζουν ότι, όλοι οι Κωνσταντινουπολίτες Ρωμιοί κατάγονται από την Πόλη, ο Αρις Τσοκώνας εξηγεί πως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
«Οι περισσότεροι έχουν έρθει από κάπου. Έτσι και οι δικοί μου είχαν έρθει, η οικογένεια του πατέρα μου από την Ήπειρο και η οικογένεια της μητέρας μου από τη Χίο. Οι Χιώτες ήταν πολλές γενιές στην Πόλη και είχαν χάσει την παράδοση τους. Ο παππούς μου ήταν τσαγκάρης. Οι Χιώτες στην Πόλη ζούσαν στα ναυπηγεία, ήταν ζητιάνοι και είχαν ως προστάτη τον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, που γιορτάζει στις 12 Νοεμβρίου. Εκτός από αυτό, ήταν και οι μεγαλύτεροι επιχειρηματίες και τραπεζίτες. Στο βιβλίο αναφέρομαι και σ’ αυτές τις ομάδες που είχαν έρθει από έξω στην Πόλη. Από την άλλη, οι Ηπειρώτες γινόντουσαν φουρνάρηδες, ή χτίστες, ή χασάπηδες. Εμένα, οι Ηπειρώτες παππούδες μου ήταν χασάπηδες», λέει.
Σήμερα, στο Φανάρι δεν υπάρχουν πια Ρωμιοί, αλλά όπως αναφέρει ο Άρις Τσοκώνας, η εικόνα παρακμής έχει αρχίσει να διορθώνεται τα τελευταία χρόνια.
«Ο δήμος έχει φτιάξει έργα ανάπλασης στον Κεράτιο. Οι άνθρωποι που ήρθαν από την Ανατολή και εγκαταστάθηκαν στο Φανάρι, μετά από μια – δυο γενιές στην Πόλη, εκπολιτίστηκαν κατά κάποιο τρόπο. Το Φανάρι, μάλλον, θα είναι καλύτερο απ΄ό,τι ήταν στα παιδικά μου χρόνια. Έχει ανοίξει στην περιοχή το Πανεπιστήμιο Χάλιτς, οι καλλιτέχνες αγοράζουν σπίτια και τα αναπαλαιώνουν. Τα Φανάρι έχει μπει σε μια τροχιά ανάπτυξης και μάλλον, στο μέλλον θα είναι καλύτερο απ΄ό,τι ήταν στο πρόσφατο παρελθόν», υποστηρίζει ο Άρις Τσοκώνας.
Πέρα από τη δυσάρεστη ανάμνηση της πυρκαγιάς, που έκαψε το πατρικό του, οι περισσότερες αναμνήσεις του Άρι Τσοκώνα από τα παιδικά του χρόνια είναι ευχάριστες.
«Ο παππούς μου δεν είχε πάει ποτέ σχολείο. Ήταν εντελώς αγράμματος. Είχε μάθει να διαβάζει και να γράφει μόνος του, αλλά είχε πολύ λεπτά αισθήματα προς την τέχνη και την ιστορία και κάθε Σάββατο μ’ έπαιρνε και με πήγαινε στα μουσεία. Έχω γυρίσει όλα τα μουσεία της Πόλης, με ξεναγό τον παππού μου. Από πάρα πολύ μικρή ηλικία θυμάμαι το ψηφιδωτό της αυτοκράτειρας Ζωή της Πορφυρογέννητης, στην Αγία Σοφία. Μού είχε πει ο παππούς μου ότι η αυτοκράτειρα παντρεύτηκε πολλές φορές και κάθε φορά, που άλλαζε άντρα, άλλαζε και το ψηφιδωτό», αφηγείται.
Και το μήνυμα που θέλει να στείλει ο Άρις Τσοκώνας στους Έλληνες της Ελλάδας είναι: «Μην ξεχνάτε την Κωνσταντινούπολη. Θέλω να υπενθυμίσω στους Έλληνες ότι η Κωνσταντινούπολη κάποτε είχε πολύ έντονη πολιτιστική παραγωγή. Να μην το ξεχνάνε αυτό, να την αγαπάνε, γιατί όσο ξέρεις την ιστορία σου, φτιάχνεις το μέλλον σου καλύτερα».
Tης Αγγέλας Φωτοπούλου
Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου