Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Λέγε, λέγε, το πίστεψαν...

 Η διάσταση της ομφαλοσκόπησης και της «μεγαλομανίας που στηρίχθηκε στη βάση της επίσημης ιδεολογίας περί ανάδελφου και εγωκεντρικού «έθνους» ήταν, εδώ και χρόνια, ένα από τα χαρακτηριστικά στην άσκηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Αυτό σχετιζόταν τόσο με τον όποιο σχεδιασμό εξωτερικής πολιτικής όσο και με την εσωτερική κατανάλωση αυτής της πολιτικής. Η υπό εξέλιξη όμως τουρκική διπλωματία έχει διαφοροποιηθεί εμφανώς από τη γραμμή αυτή, πράγμα που προϋπέθετε νέες διαπιστώσεις και μία σχετική αναθεώρηση. Το κατά πόσο μακρόπνοη είναι η νέα κατάσταση, δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί αυτή τη στιγμή για δύο λόγους: Πρώτον, ακόμη και αν θεωρήσει κανείς ότι και η νέα κατάσταση που προέκυψε από την αναθεώρηση είναι γραμμή εξυπηρέτησης μεγάλων συμφερόντων στη βάση της γεωγραφικής θέσης της Τουρκίας, το νέο παζλ δεν είναι δεδομένο......
Δεύτερον, η περίοδος που διανύουμε, όλα δείχνουν ότι σηματοδοτεί, όσο ποτέ άλλοτε, την προοπτική διαμόρφωσης νέων διεθνών ισορροπιών. Δηλαδή δεν είναι δεδομένο το «μακρόπνοο» και από πλευράς ορισμού των μεγάλων συμφερόντων. Απαντήσεις θα αρχίσουν να δίνονται καθώς θα ανοίγουν για τα καλά νέα κεφάλαια διεθνούς πολιτικής, όπως είναι η ενέργεια σε όλες της τις εκφάνσεις και η επίδραση της οικονομικής κρίσης.
   Ωστόσο, με μία σύντομη ανασκόπηση, μπορεί κανείς να παρατηρήσει κάποια σημεία καμπής και εν τέλει το διαφορετικό αυτό χρώμα στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Η «μεγαλομανία», στην τουρκική περίπτωση, πάντα είχε ένα ιστορικό υπόβαθρο. Ακόμη και σε εποχές που ήταν –φαίνονταν εξαρχής ή αποδείχθηκε στη συνέχεια– βάσιμη η μεγαλομανία. Το ιστορικό αυτό υπόβαθρο ήταν και παραμένει η ιστορική οθωμανική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή. Το επιπρόσθετο στοιχείο είναι οι θρησκευτικές συγγένειες που πηγάζουν αφ’ ενός από την οθωμανική αυτή παρουσία και αφ’ ετέρου από την εν γένει θρησκευτική συγγένεια, ειδικά στον χώρο της Μέσης Ανατολής.
   Ως παράδειγμα περιόδου που δεν ήταν βάσιμη η «μεγαλομανία» μπορεί να αναφερθεί το μεγάλο άνοιγμα της Τουρκίας προς το μέρος των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών, στην Καυκασία και στην Κεντρική Ασία. Μιλάμε για μια περίοδο επί προεδρίας του Τουργκούτ Οζάλ, πρωθυπουργίας του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και έντονης φιλολογίας περί «Τουρκικών Δημοκρατιών». Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η σχεδόν ταυτόχρονη της Γιουγκοσλαβίας, είχαν δημιουργήσει ένα όραμα που μεταφραζόταν σε μεγαλομανία. Το κλίμα αυτό επηρέασε και το πολιτικό κλίμα εντός της Τουρκίας. Όραμα όμως το οποίο σύντομα αποδείχθηκε κενό.
   Η διαπίστωση και η αναθεώρηση που έκανε η Άγκυρα πριν από περίπου δέκα χρόνια, θεωρητικά δεν άγγιζε το υπόβαθρο της «μεγαλομανίας», ενδεχομένως και την τελευταία. Ωστόσο, στην πράξη σηματοδοτούσε μία σημαντική διαφορά. Με απλά λόγια, είχε γίνει η διαπίστωση ότι «δεν ξεπερνά το πλαίσιο του αυνανισμού η αυταρέσκεια της πρότασης είμαστε μεγάλοι και συνεπώς, ανεξάρτητα από το αν είμαστε μεγάλοι ή όχι, πρέπει να θέσουμε μεγάλους στόχους».
   Η διαπίστωση αυτή, στον βαθμό που θα συνοδευόταν από ανάλογο σχεδιασμό, δεν θα μπορούσε παρά στην πράξη να στηρίζεται στην αποδοχή του γεγονότος ότι η Τουρκία δεν είναι σε θέση να ισχυρίζεται ότι είναι μεγάλη χώρα. Παραδοχή η οποία και έγινε. Το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι η παραδοχή αυτή είναι πράξη του κράτους. Είναι δηλαδή παραδοχή και της στρατιωτικής και της όποιας πολιτικής ηγεσίας. Πολύ περισσότερο, είναι παραδοχή που δεν αντιμετωπίζει στείρες και αναποτελεσματικές διακομματικές αντιθέσεις και συγκρούσεις. Η διαχείριση της κατάστασης με βάση τον άξονα αυτόν που έθεσε το κράτος είναι ευθύνη και γραμμή συνολική.
   Μπορεί βεβαίως, με την άνοδο του φιλοϊσλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και τη φιλολογία περί ρεύματος «νεοοθωμανισμού» στην τουρκική εξωτερική πολιτική –φιλολογία αρκετά βάσιμη κατά τα άλλα– να επιφαίνεται ότι η όλη εικόνα ταυτίζεται με την εξουσία του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία. Βλέπετε ο «νεοοθωμανισμός πάει κουτί με το συγκεκριμένο πολιτικό ρεύμα. Επιπρόσθετα, ο βασικός ιδεολόγος της διπλωματίας της κυβέρνησης Ερντογάν είναι και αυτός ο οποίος προτάσσει τις πτυχές αυτού που οι υπόλοιποι αποκαλούν «νεοοθωμανισμό» στην εξωτερική πολιτική. Είναι ο καθηγητής Αχμέτ Νταβούτογλου, σύμβουλος του Τούρκου πρωθυπουργού επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής.
   Ωστόσο η ταύτιση της τάσης αυτής με το πολιτικό Ισλάμ μόνο κοντόφθαλμη θεώρηση που έχει μυρουδιές από οριενταλισμό θα ήταν. Διότι η οικοδόμηση της νέας αυτής μορφής της τουρκικής διπλωματίας είναι προγενέστερη της κυβέρνησης Ερντογάν. Η αξιοποίηση του «στρατηγικού βάθους της Τουρκίας» που στηρίζεται στη «γεωγραφική και πολιτισμική γειτνίαση» με τους λαούς της περιοχής, με δεδομένη την «ιστορική συμβίωση» –βλέπε οθωμανική περίοδος– είναι κάτι που υπογράμμιζαν πριν από χρόνια πολιτικοί όπως ο πρώην πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Οι παραπάνω υπογραμμίσεις συνιστούν και τη βάση από την οποία ξεκινά η θεωρία του κ. Νταβούτογλου.
   Στην πράξη, και ειδικότερα στη μεσανατολική πτυχή της νέας αυτής μορφής, προβάλλουν η οικοδόμηση διμερών και πολυμερών σχέσεων στην περιοχή, με τη χρησιμοποίηση και της μεθόδου των μεσολαβήσεων. Αυτό δεν είναι απαραίτητο να υποδηλώνει ή να σηματοδοτεί αποτελεσματικές μεσολαβήσεις που θα ανοίξουν τον δρόμο για επίλυση των διαφορών, με τήρηση πολιτικής ίσων αποστάσεων.
   Η πρόσφατη τουρκοϊσραηλινή περιπέτεια το έδειξε ξεκάθαρα. Η Τουρκία, στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης, αλλά και του Ισραήλ, δεν έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία για ίσες αποστάσεις. Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο, αφού προσωπικά ο Ερντογάν βγήκε από τη δημόσια αντιπαράθεσή του με τον πρόεδρο του Ισραήλ Σιμόν Πέρες ως ήρωας του μουσουλμανικού κόσμου. Η ισχύς ενός πρωθυπουργού της Τουρκίας σε επίπεδο Χαμάς ή γενικότερα Αράβων είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από την όποια τεκμηριωμένη φιλία με το Ισραήλ.
   Αυτό που έλειπε εδώ και δεκαετίες από το οπλοστάσιο της τουρκικής διπλωματίας ήταν οι καλές σχέσεις με τους Άραβες και όχι με τους Ισραηλινούς. Και επιπρόσθετα, οι σχέσεις με τους τελευταίους έτσι κι αλλιώς έχουν οικοδομηθεί στη βάση των στρατηγικών σχέσεων και εξελίσσονται μάλιστα με πρωταγωνιστή, από τουρκικής πλευράς, τις ένοπλες δυνάμεις. Οι διμερείς συμφωνίες, το κεφάλαιο της πώλησης οπλικών συστημάτων από το Ισραήλ προς την Τουρκία και η εκπαίδευση των πιλότων ισραηλινών μαχητικών αεροσκαφών στον τουρκικό εναέριο χώρο είναι εδώ και χρόνια ρουτίνα.
   Συνεπώς είναι εκ του πονηρού, ή αν θέλετε χαζές, οι θεωρήσεις που θέλουν το Ισραήλ να «τα έχει πάρει» με τους Τούρκους και για τον λόγο αυτόν να περιμένει την Τουρκία στη γωνία. Καλό θα ήταν να λαμβάνεται υπόψη η παράμετρος αυτή καθώς διαβάζει κανείς τις περισπούδαστες, πλην όμως «γιαλαντζί», αναλύσεις που δημοσιεύονται εδώ και καιρό σε μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες για δήθεν δυστοκία στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις. Ο σχεδιασμός πολιτικής στην περιοχή, για τους πρωταγωνιστές τουλάχιστον, είναι μακροπρόθεσμος και δεν αναλώνεται ούτε περιορίζεται σε βραχυπρόθεσμες εντυπώσεις. Μεταξύ των πρωταγωνιστών στην περιοχή, έστω και δευτερεύουσας σημασίας, καθίσταται με την πολική της σιγά σιγά και η Τουρκία.

του Άρη Αμπατζή 

Δεν υπάρχουν σχόλια: