Με αφορμή τις τελευταίες προκλήσεις των Τούρκων σχετικά με το πρόβλημα αυτό, δημοσιεύουμε παρακάτω σχετικό άρθρο με σκοπό αφενός μεν να ενημερώσουμε τους αναγνώστες μας αναφορικά με τα ελληνικά επιχειρήματα για την ελληνικότητα των βραχονησίδων αφετέρου δε να αποτίσουμε φόρο τιμής στους ήρωες Αξιωματικούς μας που έπεσαν τη νύκτα εκείνη στο βωμό του καθήκοντος.
Στις 26 Δεκεμβρίου 1995, όταν τουρκικό φορτηγό πλοίο προσάραξε σε μιά εκ των νησίδων ΙΜΙΑ, ο πλοίαραχος αρνήθηκε την προσφερθείσα εκ μέρους των ελληνικών αρχών βοήθεια, υποστηρίζοντας ότι ευρίσκεται εντός τουρκικών χωρικών υδάτων και σε ένα τουρκικό νησί. Η τουρκική κυβέρνηση ακολούθησε με ρηματική της διακοίνωση, στις 29.12.1995, θεωρώντας τα ΙΜΙΑ τουρκικό έδαφος......
Η αμφισβήτηση για τα νησίδων ΙΜΙΑ ήταν η αρχή μιας ευρύτερης τουρκικής εκστρατείας αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας επί ενός αδιευκρίνιστου αριθμού νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο συνοδευομένης από πρόσκληση προς την Ελλάδα σε διαπραγματεύσεις με στόχο την διευκρίνιση του νομικού καθεστώτος των εν λόγω νήσων. Στο πλαίσιο αυτό, τούρκοι αξιωματούχοι συνέχισαν να προβάλουν τις διεκδικήσεις τους χωρίς να διευκρινίζουν ωστόσο ποιά και πόσα νησιά ανήκουν στην Τουρκία. Η τότε Πρωθυπουργός της Τουρκίας κα Ciller αμφισβήτησε την ελληνική κυριαρχία επί 1000 και αργότερα 3000 νήσων, νησίδων ή βραχονησίδων στο Αιγαίο, ενώ ο τότε Υπουργός Εξωτερικών κ. Gonensay εισήγαγε την έννοια των "γκρίζων ζωνών" στη θάλασσα του Αιγαίου, το καθεστώς των οποίων δεν έχει καθορισθεί από διεθνείς συνθήκες. Ο Τούρκος Πρόεδρος κ. Demirel υποστήριξε ότι 937 νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο ανήκουν στην Τουρκία, ως διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Τουρκία στηρίζει τις διεκδικήσεις της στα ακόλουθα επιχειρήματα:
Τα κείμενα διεθνών συνθηκών που ρυθμίζουν ζητήματα κυριαρχίας στο Αιγαίο δεν καλύπτουν όλα τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες. Το νομικό καθεστώς ορισμένων από αυτούς τους "γεωγραφικούς σχηματισμούς" παραμένει ακαθόριστο. Ειδικότερα, η Τουρκία υποστηρίζει ότι η ελληνική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στο κείμενο των συνθηκών με τις οποίες αυτά τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Ειδικά όσον αφορά τις νησίδες ΙΜΙΑ, η Τουρκία υποστηρίζει ότι η συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας που υπογράφηκε στην Άγκυρα στις 28.12.1932 και με την οποία διευθετήθηκε το ζήτημα των θαλασσίων συνόρων Ιταλίας - Τουρκίας όπως και το ζήτημα της κυριαρχίας επί των ΙΜΙΩΝ υπέρ της Ιταλίας, ουδέποτε απέκτησε νομική ισχύ διότι η εν λόγω συμφωνία α) δεν επικυρώθηκε από το τουρκικό κοινοβούλιο και β) δεν κατετέθη προς πρωτοκόλληση στη Γραμματεία της Κοινωνίας των Εθνών.
Επιπλέον, η Τουρκία προτείνει δύο επιβοηθητικά επιχειρήματα ήτοι α) την αλλαγή συνθηκών κατά τη μακρά περίοδο μετά το 1932 και β) το γεωγραφικό επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο οι νησίδες ΙΜΙΑ είναι πιο κοντά στην τουρκική ακτή απ' ό,τι στο κοντινότερο ελληνικό νησί την Κάλυμνο.
Σε αντίθεση με όσα προβάλλει η Τουρκία το νομικό καθεστώς των νήσων του Αιγαίου είναι απολύτως σαφές, ειδικότερα δε το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923 προβλέπει τα εξής: " Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαίου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της ΄Ιμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών) ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου , Σάμου και Ικαρίας επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τα υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άθρον 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης , αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικρότεραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν".
Η διατύπωση στη ρηματική διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων της 13.2.1914 είναι επίσης σαφής : (Οι Μεγάλες Δυνάμεις) αποφάσισαν "να αποδώσουν στην Ελλάδα ΟΛΕΣ τις νήσους του Αιγαίου Πελάγους που αυτή κατέχει στρατιωτικά εκτός από την Τένεδο ΄Ιμβρο και Καστελλόριζο (το οποίο αργότερα παραχωρήθηκε στην Ιταλία) που πρέπει να επιστραφούν στην Τουρκία".
Από το παραπάνω κείμενο προκύπτει σαφώς ότι όλα τα νησιά του Αιγαίου παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα εκτός : α) των Ιμβρου, Τενέδου και Λαγουσών νήσων, β) των νήσων που κείνται εντός τριών μιλίων από την ασιατική ακτή, οι οποίες παρέμειναν υπό τουρκική κυριαρχία και γ) των νήσων (Δωδεκάνησα) που παραχωρήθηκαν στην Ιταλία σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάνης. Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η απαρίθμηση των νήσων που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα με το άρθρο 12 είναι σαφώς ενδεικτική, ενώ οι νήσοι που παραχωρήθηκαν στην Ιταλία και στην Τουρκία απαριθμήθηκαν ή προσδιορίστηκαν (νησιά εντός 3 μιλίων από την ασιατική ακτή) περιοριστικά.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης "Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς,Σύμης και Κώ, των κατεχομένων νύν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου".
Ως γνωστόν, τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σύμφωνα με το άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (10.12.1947). Το άρθρο αυτό είναι σχεδόν ταυτόσημο με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης και έχει ως εξής : "Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμουμένας, ήτοι :΄Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λιψόν, Σύμην, Κώ και Καστελλόριζον, ως και τας παρακειμένας νησίδας".
Είναι σαφές από τα ανωτέρω ότι οι διεθνείς συνθήκες που καθορίζουν το καθεστώς των νήσων του Αιγαίου δεν περιέχουν ασάφειες ή νομικά κενά και επομένως δεν παρέχουν έδαφος σε θεωρίες περί "γκρίζων ζωνών".
Το καθεστώς των ΙΜΙΩΝ, που αμφισβητείται ανοικτά από την Τουρκία είναι επίσης σαφές. Σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 15 της Συνθήκης της Λωζάννης η Τουρκία αποποιήθηκε υπέρ της Ιταλίας των δικαιωμάτων, τίτλων και συμφερόντων της στα Δωδεκάνησα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι νησίδες ΙΜΙΑ οι οποίες υπάγονται στην νήσο Κάλυμνο. Επιπλέον, η Τουρκία αποποιήθηκε των δικαιωμάτων της επί όλων των νήσων του Αιγαίου που κείνται σε απόσταση μεγαλύτερη των 3 μιλίων από τις τουρκικές ακτές, συμπεριλαμβανομένων των ΙΜΙΩΝ που απέχουν 3,7 μίλια από την ασιατική ακτή.
Ωστόσο, λόγω διαφορών Ιταλίας και Τουρκίας στο θέμα νησίδων και βραχονησίδων γύρω από το Καστελλόριζο οι δύο χώρες υπέγραψαν Σύμβαση περί οριοθετήσεως των θαλασσίων συνόρων τους (Αγκυρα 4.1.1932) . Η Σύμβαση αυτή επικυρώθηκε νομίμως, τέθηκε σε ισχύ στις 10 Μαϊου 1933 και κατετέθη προς πρωτοκόλληση στη Γραμματεία της Κοινωνίας των Εθνών. Στη συνέχεια ένα πρωτόκολλο -χωρίς τίτλο , προφανώς λόγω της τεχνικής του φύσεως- υπεγράφη στην ΄Αγκυρα στις 28 Δεκεμβρίου 1932, οριοθετώντας λεπτομερώς τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ της Ιταλικής Δωδεκανήσου και των τουρκικών ακτών. Το σημείο 30 του εν λόγω πρωτοκόλλου απέδιδε τις βραχονησίδες ΙΜΙΑ στην Ιταλία η δε συνοριακή γραμμή μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας περνούσε "σε ίση απόσταση μεταξύ Kardak (RKs)- δηλαδή ΙΜΙΑ - και Κato I στην Ανατόλια ".
To πρωτόκολλο αυτό δεν επικυρώθηκε από την τουρκική Βουλή και δεν κατετέθη προς πρωτοκόλληση στην Κοινωνία των Εθνών.
Τα γεγονότα αυτά δεν επηρεάζουν την νομική ισχύ και τη δεσμευτικότητα του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου για τους εξής λόγους:
Σε τρείς περιπτώσεις η Τουρκική Κυβέρνηση παραδέχθηκε γραπτώς (επιστολή του Τούρκου ΥΠΕΞ από 3 Ιανουαρίου 1933, Ρηματική Διακοίνωση Τουρκικού ΥΠΕΞ από 20.11.1935 και επιστολή του Γεν. Γραμματέα του Τουρκικού ΥΠΕΞ από 26.9.1936) την ισχύ του Πρωτοκόλλου και των συνημμένων Χαρτών, ενώ μάλιστα στο κείμενο της Ρηματικής Διακοίνωσης από 20.11.1935 εγίνετο δεκτό ότι το Πρωτόκολλο και οι συνημμένοι Χάρτες αποτελούν "αναπόσπαστο μέρος" της Συνθήκης της 4.1.1932.
Το Πρωτόκολλο της 28.12.1932, ως αναπόσπαστο μέρος της Συνθήκης η οποία επικυρώθηκε από το Τουρκικό Κοινοβούλιο, στην ουσία καλύπτετο από την επικύρωση της Σύμβασης. Ωστόσο, ακόμα και αν οι όροι του εσωτερικού τουρκικού δικαίου δεν είχαν πλήρως τηρηθεί, είναι πασίγνωστο ότι, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 27 της Σύμβασης για το Δίκαιο των Συνθηκών, "ένα Κράτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου ώστε να αιτιολογήσει τη μη εφαρμογή μιας συνθήκης".
Όσον αφορά την παράλειψη πρωτοκολλήσεως του πρωτοκόλλου της 28-12-1932, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ισχύς του πρωτοκόλλου αυτού, λόγω της τεχνικής του φύσεως, δεν επηρεάσθηκε από τη μή πρωτοκόλλησή του στη Γραμματεία της Κοινωνίας των Εθνών. Σύμφωνα με την απόφαση της 5.9.1921 της Πρώτης Επιτροπής της Συνέλευσης της Κοινωνίας των Εθνών "οι πράξεις τεχνικού ή διοικητικού χαρακτήρα που δεν επηρεάζουν τις διεθνείς πολιτικές σχέσεις και εκείνες που αποτελούν τεχνικούς κανονισμούς διευκρινίζουσες χωρίς να μεταβάλλουν, μία πράξη που ήδη πρωτοκόλληθηκε ή εκείνες που προορίζονται να εξασφαλίσουν την εκτέλεση μίας τέτοιας πράξης, μπορούν να μή κατατεθούν προς πρωτοκόλληση. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμισθεί ότι στην πράξη τα περισσότερα από τα Κράτη δεν προέβαιναν σε πρωτοκόλληση όλων των διεθνών συμφωνιών τους, ιδίως εκείνων που θεωρούντο ήσσονος σημασίας.
Πάντως, η διάταξη του άρθρου 18 του Συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών που αφορά το δεσμευτικό χαρακτήρα της πρωτοκόλλησης των διεθνών πράξεων δεν έγινε ποτέ πλήρως αποδεκτή είτε από τη θεωρία είτε από τη διεθνή νομολογία. Τα Κράτη εδέχοντο, σύμφωνα με το έθιμο, ότι μία διεθνής συνθήκη μη πρωτοκολληθείσα ίσχυε και ήτο δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη. Απλώς δεν ήταν δυνατό να γίνει επίκληση μη πρωκολληθείσης συνθήκης στα όργανα της Κοινωνίας των Εθνών.
Η Ελλάδα ως διάδοχο Κράτος της Ιταλίας ανέλαβε την κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων, συμπεριλαβανομένων των βραχονησίδων ΄Ιμια, χωρίς καμμία μεταβολή, ειδικά όσον αφορά τις Ιταλο-Τουρκικές Συνθήκες του 1932. Ως γνωστόν η διαδοχή Κρατών δεν επηρεάζει τα σύνορα που καθορίσθηκαν δια συνθήκης. (΄Αρθρο 11 της Σύμβασης της Βιέννης).
Η Τουρκία υποστηρίζει ότι η Ελλάδα προέβη σε διαβήματα κατά την περίοδο 1950-56 ζητώντας την εκ μέρους της Τουρκίας επιβεβαίωση της ισχύος των Ιταλο-Τουρκικών Συνθηκών του 1932. Όπως προκύπτει από τα ιστορικά αρχεία της Ελλάδος, ήταν η Τουρκική πλευρά η οποία ανέλαβε την πρωτοβουλία αυτή το 1949. Αργότερα η Ελλάδα, με δύο ρηματικές της διακοινώσεις (Νο. 1638/3.6.55 και 2672/19.10.56, πρότεινε τη δημιουργία μιας μικτής Επιτροπής με στόχο τη χάραξη των θαλασσίων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών στην περιοχή "βόρεια των Δωδεκανήσων" ήτοι στην περιοχή μεταξύ Σάμου, Χίου, Μυτιλήνης και των τουρκικών ακτών, προφανώς θεωρώντας ότι τα σύνορα στην περιοχή Δωδεκανήσων είχαν ήδη καθορισθεί με τις Συμφωνίες του 1932.
Ένα πρόσθετο επιχείρημα της τουρκικής πλευράς είναι ότι η Τουρκία παραιτήθηκε μεν των δικαιωμάτων της επί των νήσων του Αιγαίου αλλά δεν παραιτήθηκε των δικαιωμάτων της επί των νησίδων και βραχονησίδων.'Ομως οι όροι αυτοί, σύμφωνα με τις Συνθήκες Λωζάννης και Παρισίων, είναι συνώνυμοι και επιφέρουν τα ίδια νομικά αποτελέσματα, εφόσον ο όρος "νήσος" με τη νομική του έννοια -ήτοι ένα τμήμα εδάφους που δεν καλύπτεται από την ανωτάτη στάθμη της παλίρροιας- περιλαμβάνει τους όρους νησίδες και βραχονησίδες, ανεξάρτητα από άλλα χαρακτηριστικά όπως το μέγεθος ή ύπαρξη ανθρώπινης ζωής κλπ. Πολύ αργότερα, στο κείμενο της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας των Ηνωμένων Εθμών του 1982 εισάγεται διάκριση μεταξύ νήσων και βραχονησίδων, μόνο όσον αφορά θέματα καθορισμού υφαλοκρηπίδας και ειδικής οικονομικής ζώνης. Εξάλλου, αν κανείς δεχθεί στην περίπτωση αυτή ότι οι νησίδες και βραχονησίδες δεν καλύπτονται από τον όρο νήσος, θα πρέπει επίσης να δεχθεί ότι συνθήκες τέτοιας σημασίας όπως οι συνθήκες ειρήνης της Λωζάννης και των Παρισίων, στην ουσία κατέλιπον τα πάντα αρρύθμιστα σε μία περιοχή που παρουσιάζει χαρακτήρα αρχιπελάγους όπως το Αιγαίο.
Θα πρέπει επίσης να υπογραμμισθεί ότι η Τουρκία στη πράξη αποδέχεται ότι ο όρος νησί καλύπτει νησίδες και βραχονησίδες, εφόσον θεωρεί εαυτήν κυρίαρχη όλων των νησίδων και βραχονησίδων που κείνται σε απόσταση μικρότερη των τριών μιλίων από τις ακτές της, ενώ η Συνθήκη της Λωζάννης αναφέρεται μόνο σε νήσους.
Όσον αφορά τα δύο δευτερεύοντα τουρκικά επιχειρήματα (μεταβολή περιστάσεων και εγγύτητα των Ιμίων στις τουρκικές ακτές) παρατηρούνται τα εξής:
Σύμφωνα με το Άρθρο 62 της Σύμβασης της Βιέννης για Δίκαιο των Συνθηκών "ένα κράτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί μεταβολή των περιστάσεων ώς πρόσχημα ώστε να καταγγείλει ή να αποσυρθεί από μία συνθήκη εάν η συνθήκη, αυτή καθορίζει σύνορα".
Γεωγραφικά κριτήρια όπως η εγγύτης δεν μπορεί να αντιταχθεί σε νομικά κριτήρια όπως η διευθέτηση ζητήματος κυριαρχίας επί εδάφους ή νήσου δια συνθήκης. Εξάλλου, ακόμη και το κριτήριο αυτό της εγγύτητας, όπως προτείνεται από την Τουρκία είναι αμφιβόλου αξίας. Τα Ίμια απέχουν 3,7 μίλια από την Τουρκία και 5,5 μίλια από την ελληνική νήσο Κάλυμνο. Ωστόσο η απόσταση ανάμεσα στα ΄Ιμια και στην Καλόλιμνο μία άλλη νησίδα εντός της διοικητικής περιοχής της Καλύμνου είναι μόνο 1,5 μίλι. Το τουρκικό γεωγραφικό επιχείρημα αγνοεί προφανώς τη γεωγραφική πραγματικότητα του Αιγαίου που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά Αρχιπελάγους.
* Τα στοιχεία για τις Ελληνικές θέσεις για το καθεστώς των Ιμίων έχουν ληφθεί από τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών. ΕΔΩ
Υποστράτηγος ε.α Χρήστος Παπαδογεωργόπουλος
Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου